- αραμπάς
- οάμαξα, κάρρο που το σέρνουν βόδια ή άλογα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. araba].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αραμπάς — ο (λ. τουρκ.), αμάξι τετράτροχο ή δίτροχο που το σέρνουν βόδια ή άλογα: Στις μέρες μας ο αραμπάς κοντεύει να λείψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Mariza Koch — Μαρίζα Κωχ Mariza Koch, 2008. Background information Born 1944 (age 66–67) … Wikipedia
βοϊδάμαξα — η άμαξα που σέρνεται από βόδια, αραμπάς: Στα παλιά χρόνια, πολλές μεταφορές στα χωριά γίνονταν με βοϊδάμαξες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)